3,277,121
edits
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dioptra]], [[instrumento óptico para fijar la vista en un punto alejado, usado para medir la distancia angular, altura, etc.]] τεθεωρήσθω διὰ διόπτρας ... Κάρκινος Euc.<i>Phaen</i>.p.10, cf. Plb.10.46.2, Attal.<i>in Arat</i>.22, διόπτρᾳ γὰρ διῄρηται ὁ τῶν ζῳδίων κύκλος εἰς ι̅β̅ μέρη ἴσα Gem.1.4, cf. Hero <i>Dioptr</i>.3, Ptol.<i>Alm</i>.5.14, Vitr.8.5.1, Gr.Nyss.<i>Ar.et Sab</i>.73.19.<br /><b class="num">2</b> [[punto de mira]] de una catapulta τῆς διόπτρας ἐφ' ἕνα σκοπὸν σταθείσης Ph.<i>Bel</i>.76.48, cf. 64.17.<br /><b class="num">3</b> medic. [[instrumento para examinar los ojos]] τοὺς ὀφθαλμοὺς ... μηδὲ ὑπὸ ἰατροῦ <διὰ> διόπτρας ὀφθῆναι Papias 3.<br /><b class="num">4</b> [[ojo]] de un cancel o celosía: plu. διόπτρας ὀξυτελεῖς, καθάπερ δικτύου τινός Lyd.<i>Mag</i>.3.37.<br /><b class="num">5</b> δ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ Hsch.<br /><b class="num">II</b> medic. [[dilatador]] τὰ ἡλκωμένα σώματα διὰ τῆς διόπτρας θεωρεῖται Archig. en Aët.16.96, διαστήσας (τὸ στόμα τῆς ὑστέρας) τῇ διόπτρᾳ Aët.16.98, cf. Gal.19.110. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dioptra]], [[instrumento óptico para fijar la vista en un punto alejado, usado para medir la distancia angular, altura, etc.]] τεθεωρήσθω διὰ διόπτρας ... Κάρκινος Euc.<i>Phaen</i>.p.10, cf. Plb.10.46.2, Attal.<i>in Arat</i>.22, διόπτρᾳ γὰρ διῄρηται ὁ τῶν ζῳδίων κύκλος εἰς ι̅β̅ μέρη ἴσα Gem.1.4, cf. Hero <i>Dioptr</i>.3, Ptol.<i>Alm</i>.5.14, Vitr.8.5.1, Gr.Nyss.<i>Ar.et Sab</i>.73.19.<br /><b class="num">2</b> [[punto de mira]] de una catapulta τῆς διόπτρας ἐφ' ἕνα σκοπὸν σταθείσης Ph.<i>Bel</i>.76.48, cf. 64.17.<br /><b class="num">3</b> medic. [[instrumento para examinar los ojos]] τοὺς ὀφθαλμοὺς ... μηδὲ ὑπὸ ἰατροῦ <διὰ> διόπτρας ὀφθῆναι Papias 3.<br /><b class="num">4</b> [[ojo]] de un cancel o celosía: plu. διόπτρας ὀξυτελεῖς, καθάπερ δικτύου τινός Lyd.<i>Mag</i>.3.37.<br /><b class="num">5</b> δ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ Hsch.<br /><b class="num">II</b> medic. [[dilatador]] τὰ ἡλκωμένα σώματα διὰ τῆς διόπτρας θεωρεῖται Archig. en Aët.16.96, διαστήσας (τὸ στόμα τῆς ὑστέρας) τῇ διόπτρᾳ Aët.16.98, cf. Gal.19.110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[διόπτρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οπτικό όργανο που αποτελείται από [[σύστημα]] φακών για να βλέπει [[κανείς]] μακρινά αντικείμενα, [[τηλεσκόπιο]], [[κιάλι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> [[ζεύγος]] φακών που χρησιμοποιούν όσοι έχουν προβλήματα οράσεως για να προστατεύουν τα μάτια, γυαλιά<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> το αστρονομικό [[τηλεσκόπιο]] του εξάντα, [[κιάλι]] της μπαλέστρας<br /><b>4.</b> <b>στρατ.</b> [[είδος]] μικρού οχυρωματικού έργου, [[μηνίσκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τρύπα]] [[φεγγίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οπτικό όργανο για την [[καταμέτρηση]] υψών, γωνιών κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[στόχαστρο]] βλητικής μηχανής<br /><b>3.</b> [[είδος]] πέτρας ευκολόσχιστης και διάφανης που χρησιμοποιούσαν στα παράθυρα [[αντί]] για [[τζάμι]]<br /><b>4.</b> [[διαστολέας]]. | |||
}} | }} |