Anonymous

δόκιμος: Difference between revisions

From LSJ
2,100 bytes added ,  29 September 2017
9
(T22)
(9)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=δόκιμον ([[δέχομαι]]); from [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], accepted, [[particularly]] of coins and metals, Lucian, Herm. 68, etc.; [[hence]], [[universally]], proved, [[tried]]: in the N. T. [[one]] [[who]] is of [[tried]] [[faith]] and [[integrity]] (R. V. approved), [[τόν]] δόκιμον ἐν Χριστῷ, the approved [[servant]] of Christ); παρισταναι ἑαυτόν δόκιμον τῷ Θεῷ); accepted, equivalent to [[acceptable]], [[pleasing]]: [[εὐάρεστος]] τῷ Θεῷ καί [[δόκιμος]] (L marginal [[reading]] δοκιμοις) τοῖς ἀνθρώποις, Romans 14:18.
|txtha=δόκιμον ([[δέχομαι]]); from [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], accepted, [[particularly]] of coins and metals, Lucian, Herm. 68, etc.; [[hence]], [[universally]], proved, [[tried]]: in the N. T. [[one]] [[who]] is of [[tried]] [[faith]] and [[integrity]] (R. V. approved), [[τόν]] δόκιμον ἐν Χριστῷ, the approved [[servant]] of Christ); παρισταναι ἑαυτόν δόκιμον τῷ Θεῷ); accepted, equivalent to [[acceptable]], [[pleasing]]: [[εὐάρεστος]] τῷ Θεῷ καί [[δόκιμος]] (L marginal [[reading]] δοκιμοις) τοῖς ἀνθρώποις, Romans 14:18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δόκιμος]], -ον)<br />[[εκείνος]] του οποίου η [[αξία]] ή η [[ικανότητα]] έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («[[δόκιμος]] [[πολιτικός]], [[ποιητής]], [[πολεμιστής]] κ.λπ.»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διέρχεται το [[στάδιο]] της προπαρασκευής και της δοκιμασίας, [[μαθητευόμενος]]<br /><b>2.</b> [[υποψήφιος]] [[μοναχός]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της δοκιμασίας [[πριν]] από την [[κουρά]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «δόκιμη [[λέξη]], [[φράση]], [[σύνταξη]] κ.λπ.» — αυτή που απαντά σε καθιερωμένους συγγραφείς<br /><b>2.</b> «[[δόκιμος]] [[αξιωματικός]]» — [[έφεδρος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φοίτησής του σε στρατιωτική [[σχολή]] ώσπου να ορκιστεί ως [[αξιωματικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δόκιμος]]<br />α) [[δόκιμος]] [[αξιωματικός]]<br />β) [[σπουδαστής]] της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, του Πολεμικού Ναυτικού ή τών Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />δοκιμασμένος στην [[πίστη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάλληλος]], [[ενδεδειγμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αξιόπιστος]]<br /><b>2.</b> [[ευπρόσδεκτος]] («δόκιμον ἔαρ», «[[δόκιμος]] [[ὕμνος]]»)<br /><b>3.</b> [[μεγάλος]], [[ονομαστός]] («[[δόκιμος]] [[ποταμός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δοκ</i>- του [[δοκώ]]].
}}
}}