Anonymous

δρύινος: Difference between revisions

From LSJ
9
(Autenrieth)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[δρῦς]]): [[oaken]], Od. 21.43†.
|auten=([[δρῦς]]): [[oaken]], Od. 21.43†.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δρύϊνος]], -ον)<br />ο φτιαγμένος από [[βαλανιδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δρύινος]]<br /><b>1.</b> μικρό υμενόπτερο [[έντομο]]<br /><b>2.</b> ανιοβόλο [[φίδι]] της νοτιοανατολικής Ασίας<br /><b>φρ.</b> «δρύϊνον πῡρ» — [[φωτιά]] από ξύλα βαλανιδιάς.
}}
}}