Anonymous

δοῦλος: Difference between revisions

From LSJ
4,669 bytes added ,  29 September 2017
9
(T21)
(9)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[δούλη]], [[δοῦλον]] ([[derived]] by [[most]] from [[δέω]], to [[tie]], [[bind]]; by [[some]] from ΔΑΛΩ, to [[ensnare]], [[capture]] (?) others [[besides]]; cf. Vanicek, p. 322)); serving, [[subject]] to: παρεστήσατε τά [[μέλη]] [[ὑμῶν]] δοῦλα τῇ [[ἀκαθαρσία]], ἡ [[δούλη]], a [[female]] [[slave]], bondmaid, [[handmaid]]: [[τοῦ]] Θεοῦ, [[τοῦ]] κυρίου, [[one]] [[who]] worships God and submits to him, ὁ [[δοῦλος]], the Sept. for עֶבֶד;<br /><b class="num">1.</b> a [[slave]], [[bondman]], [[man]] of [[servile]] [[condition]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: opposed to [[ἐλεύθερος]], [[κύριος]], [[δεσπότης]], [[οἰκοδεσπότης]], α. [[one]] [[who]] gives [[himself]] up [[wholly]] to [[another]]'s [[will]], τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς, [[τῶν]] ἡδονῶν, Athen. 12, p. 531c.; [[τῶν]] χρημάτων, [[Plutarch]], Pelop c. 3; [[τοῦ]] πίνειν, Aelian v. h. 2,41). β. the δοῦλοι Χριστοῦ, [[τοῦ]] Χριστοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, are those whose [[service]] is used by Christ in extending and advancing his [[cause]] [[among]] men: used of apostles, [[κύριος]] πάντων, δοῦλοι [[τοῦ]] Θεοῦ, יְהוָה עַבְדֵי, are those whose [[agency]] God employs in executing his purposes: used of apostles, γ. [[δοῦλος]] τίνος, [[devoted]] to [[another]] to the [[disregard]] of [[one]]'s [[own]] interests: a [[servant]], [[attendant]], (of a [[king]]): [[διάκονος]].)  
|txtha=[[δούλη]], [[δοῦλον]] ([[derived]] by [[most]] from [[δέω]], to [[tie]], [[bind]]; by [[some]] from ΔΑΛΩ, to [[ensnare]], [[capture]] (?) others [[besides]]; cf. Vanicek, p. 322)); serving, [[subject]] to: παρεστήσατε τά [[μέλη]] [[ὑμῶν]] δοῦλα τῇ [[ἀκαθαρσία]], ἡ [[δούλη]], a [[female]] [[slave]], bondmaid, [[handmaid]]: [[τοῦ]] Θεοῦ, [[τοῦ]] κυρίου, [[one]] [[who]] worships God and submits to him, ὁ [[δοῦλος]], the Sept. for עֶבֶד;<br /><b class="num">1.</b> a [[slave]], [[bondman]], [[man]] of [[servile]] [[condition]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: opposed to [[ἐλεύθερος]], [[κύριος]], [[δεσπότης]], [[οἰκοδεσπότης]], α. [[one]] [[who]] gives [[himself]] up [[wholly]] to [[another]]'s [[will]], τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς, [[τῶν]] ἡδονῶν, Athen. 12, p. 531c.; [[τῶν]] χρημάτων, [[Plutarch]], Pelop c. 3; [[τοῦ]] πίνειν, Aelian v. h. 2,41). β. the δοῦλοι Χριστοῦ, [[τοῦ]] Χριστοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, are those whose [[service]] is used by Christ in extending and advancing his [[cause]] [[among]] men: used of apostles, [[κύριος]] πάντων, δοῦλοι [[τοῦ]] Θεοῦ, יְהוָה עַבְדֵי, are those whose [[agency]] God employs in executing his purposes: used of apostles, γ. [[δοῦλος]] τίνος, [[devoted]] to [[another]] to the [[disregard]] of [[one]]'s [[own]] interests: a [[servant]], [[attendant]], (of a [[king]]): [[διάκονος]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που στερείται την προσωπική του [[ελευθερία]] από [[αιχμαλωσία]], [[αγορά]] ή [[κληρονομιά]] και αποτελεί [[ιδιοκτησία]] άλλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρέτης]], [[διάκονος]], [[υποτακτικός]]<br /><b>2.</b> «δοῡλος τοῡ θεοῡ» — [[υπηρέτης]] του θεού, αφοσιωμένος στον θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από [[κάτι]] ([[κατάσταση]], [[πάθος]] <b>κ.λπ.</b>) («[[δούλος]] του χρήματος»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «αν δεν γίνει [[κανείς]] [[δούλος]], δεν γίνεται [[αφέντης]]» — μόνο αν δουλέψει [[κανείς]] για άλλον θα καταλάβει τη [[σημασία]] του χρήματος<br />β) «νηστεύει ο [[δούλος]] του θεού, [[γιατί]] [[ψωμί]] δεν έχει»<br /><b>ειρων.</b> για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας<br />γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι [[επιπλέον]] ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις [[δούλος]] σ’ [[αφεντικό]] που ήταν [[δούλος]] και να μην πάρεις δούλο που ήταν [[αφεντικό]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποτελής]], [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτημένος, [[υποχείριος]], δευτερεύων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. [[έννοια]]) <i>τά δοῡλα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Ησύχιο) «ἡ [[οἰκία]] ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή [[ακόμη]] και βορειοσημιτικό [[δάνειο]]. Οι μυκηναϊκοί τύποι <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «[[σκλάβος]], [[δούλος]]», <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «σκλάβα, [[δούλη]]» μαρτυρούν [[συναίρεση]] στο ελλ. [[δούλος]]. Στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δούλος]]<br />η [[οικία]]...» [[πρέπει]] ίσως να αντικατασταθεί η λ. [[δούλος]] από τ. <i>δούμος</i> [[παρά]] το [[πρόβλημα]] της αλφαβητικής [[σειράς]] που προκύπτει από την [[αλλαγή]]. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη [[σχέση]] του [[δούλος]] με τη [[ρίζα]] του [[δίδωμι]]. Στην [[αρχαιότητα]] η λ. [[δούλος]] σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, [[ακόμη]] αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους<br />συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: [[οικέτης]] «ο [[δούλος]] που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», [[σώμα]] «[[δούλος]]», [[θεράπων]] «ο [[ακόλουθος]], αυτός που προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], ο [[δούλος]]», [[ανδράποδον]] «ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου που γίνεται [[δούλος]]». Η λ. [[δούλος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δούλο</i>- [[κυρίως]] σε μεταγενέστερα [[σύνθετα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δουλαγωγός]], [[δουλοδιδάσκαλος]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δουλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εθελόδουλος]], [[ιερόδουλος]], [[σύνδουλος]])].
}}
}}