Anonymous

δορυδρέπανον: Difference between revisions

From LSJ
9
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό<br />milit., especie de [[alabarda]] o [[hacha de abordaje]] usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.<i>La</i>.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4<br /><b class="num">•</b>tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4<br /><b class="num">•</b>en sent. humorístico <i>AP</i> 11.89 (Lucill.).
|dgtxt=(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό<br />milit., especie de [[alabarda]] o [[hacha de abordaje]] usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.<i>La</i>.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4<br /><b class="num">•</b>tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4<br /><b class="num">•</b>en sent. humorístico <i>AP</i> 11.89 (Lucill.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δορυδρέπανον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δόρυ]] με δρεπανοειδή [[αιχμή]], [[λογχοδρέπανο]] σε [[χρήση]] [[κυρίως]] σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί [[κατόπιν]] τον εχθρό<br /><b>2.</b> πολιορκητική [[μηχανή]] για [[διόρυξη]] τείχους ή [[κατακρήμνιση]] τών εχθρών απ' αυτό.
}}
}}