3,277,048
edits
(6_17) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσανάκρῐτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, [[δυσδιάγνωστος]], ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126. | |lstext='''δυσανάκρῐτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, [[δυσδιάγνωστος]], ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσανάκριτος]], -ον και [[δυσάγκριτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καθορίζεται δύσκολα, [[δυσδιάγνωστος]]. | |||
}} | }} |