Anonymous

δυσανάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
9
(6_17)
(9)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσανάκρῐτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, [[δυσδιάγνωστος]], ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.
|lstext='''δυσανάκρῐτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, [[δυσδιάγνωστος]], ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσανάκριτος]], -ον και [[δυσάγκριτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καθορίζεται δύσκολα, [[δυσδιάγνωστος]].
}}
}}