Anonymous

δυσεντερία: Difference between revisions

From LSJ
10
(strοng)
(10)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[δυσ-]] and a [[comparative]] of [[ἐντός]] ([[meaning]] a bowel); a "[[dysentery]]": [[bloody]] [[flux]].
|strgr=from [[δυσ-]] and a [[comparative]] of [[ἐντός]] ([[meaning]] a bowel); a "[[dysentery]]": [[bloody]] [[flux]].
}}
{{grml
|mltxt=και λυσιντερία, η (AM [[δυσεντερία]]<br />Μ και λυσιντερία)<br />[[οξεία]] [[λοιμώδης]] [[νόσος]] με οδυνηρή και αιματηρή [[διάρροια]], η οποία προκαλεί ελκώδεις βλάβες του βλεννογόνου του εντέρου.
}}
}}