Anonymous

ἐγκόλπιος: Difference between revisions

From LSJ
10
(6_16)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκόλπιος''': -ον, ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου Ἐκκλ.· ἐγκόλπιον, τό, [[περίαμμα]] ἢ [[κόσμημα]] κρεμάμενον ἐκ τοῦ λαιμοῦ πρὸ τοῦ κόλπου, Γ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. 6, σ. 179C.
|lstext='''ἐγκόλπιος''': -ον, ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου Ἐκκλ.· ἐγκόλπιον, τό, [[περίαμμα]] ἢ [[κόσμημα]] κρεμάμενον ἐκ τοῦ λαιμοῦ πρὸ τοῦ κόλπου, Γ. Παχυμ. Μιχ. Παλαιολ. 4. 6, σ. 179C.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκόλπιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο [[στήθος]] («[[εγκόλπιος]] [[σταυρός]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> οποιοδήποτε [[κόσμημα]] ή διακριτικό φέρεται στο [[στήθος]] κρεμασμένο με [[αλυσίδα]] από τον λαιμό<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />α) το επιστήθιο του επισκόπου (με την [[εικόνα]] του Μεγάλου Αρχιερέως, του Χριστού) ως διακριτικό του αξιώματός του<br />β) [[φυλαχτό]], [[γκόλφι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιληπτικό [[βιβλίο]] μικρού σχήματος, [[συνήθως]] με βασικές χρήσιμες οδηγίες, κανόνες, κανονισμούς κ.λπ. («το εγκόλπιο του μελισσοκόμου», «το εγκόλπιο του ευέλπιδος»)<br /><b>μσν.</b><br />πολύτιμο [[κόσμημα]].
}}
}}