3,274,917
edits
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[poner en manos de]], [[confiar]], [[entregar]] c. dat. de pers. τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν Th.2.67, τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτόν Luc.<i>Icar</i>.5, cf. D.19.324, Arist.<i>Pol</i>.1306<sup>a</sup>22, Plb.2.51.6, 3.67.6, ἐ. σοι ... τὸν ἀδελφόν Gr.Naz.<i>Ep</i>.150.3, cf. Anon.<i>Decl.Par</i>.46<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ ἀτυχίᾳ ... ἐμαυτὸν ἐ. me pongo en manos del infortunio</i> Antipho 2.4.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa o abstr. τὰ [[βυβλία]] τῷ Ἀρταφρένεϊ Hdt.6.4, cf. 5.92γ, τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς Hdt.5.72, cf. <i>IG</i> 9(2).1103.13 (Magnesia II a.C.), τηλικαύτην κρίσιν ἐγκεχειρικότος τῷ δήμῳ τοῦ βασιλέως Plu.<i>Phoc</i>.34, τούτῳ τὴν πόλιν Plb.1.11.4, en v. pas. τὰ ... ἱπποφόρβια ... Μήδοις ἐγκεχείρισται Plb.5.44.1, διὰ τῶν ἐνκεχιρισμένων αὐτῶι ἀρχήων ὑπὸ τῆς πατρίδος <i>Sardis</i> 8.54 (I a.C.), παραλαβὼν τὴν ἐ[γ] χειρισθεῖσαν ἑαυτ[ῷ πί] στιν ὑπὸ τοῦ δήμου aceptando la confianza depositada en él por el pueblo</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1028.72 (II/I a.C.), cf. <i>Milet</i> 1(3).154.21 (II a.C.), <i>IG</i> 12(9).235.4 (Eretria I a.C.), Luc.<i>Prom</i>.3, τῆς ἐγχειρισθείσης αὐτῷ χρείας <i>PFlor</i>.2.9 (III d.C.), cf. Vett.Val.344.2, <i>CPR</i> 17A.12.11, 13.11 (ambos IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> c. inf. [[facilitar]] τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ facilitará saber dónde está cada cosa al momento</i> X.<i>Oec</i>.8.10.<br /><b class="num">3</b> medic. [[tratar quirúrgicamente]], [[operar]] [[δεῖ]] τοὺς ἐπιγινομένους λίθους ἐν ταῖς γνάθοις ἐγχειρίζειν <i>Hippiatr</i>.18.4.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[tomar sobre sí]], [[asumir]] c. ac. de abstr. o inf. ἐγχειρίσασθαι αὐτούς (τοὺς κινδύνους) Th.5.108, ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχειρίσαντο D.C.29.6, ἄλλο τι ἄλλη τῶν ὑπηρετουσῶν ἐγκεχείρισται cada una se encarga de un cometido diferente</i> Luc.<i>Am</i>.39, cf. Hdn.1.12.3, διοικεῖν καὶ διέπειν τὰ τῆς ἀρχῆς ... ἐγκεχειρίσμεθα Hdn.8.7.5, cf. <i>PYoutie</i> 67.36 (III d.C.), <i>PBeatty Panop</i>.1.376 (III d.C.), Didym.<i>Gen</i>.90.18, <i>PWash.Univ</i>.7.6 (V/VI d.C.). | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[poner en manos de]], [[confiar]], [[entregar]] c. dat. de pers. τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν Th.2.67, τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτόν Luc.<i>Icar</i>.5, cf. D.19.324, Arist.<i>Pol</i>.1306<sup>a</sup>22, Plb.2.51.6, 3.67.6, ἐ. σοι ... τὸν ἀδελφόν Gr.Naz.<i>Ep</i>.150.3, cf. Anon.<i>Decl.Par</i>.46<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ ἀτυχίᾳ ... ἐμαυτὸν ἐ. me pongo en manos del infortunio</i> Antipho 2.4.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa o abstr. τὰ [[βυβλία]] τῷ Ἀρταφρένεϊ Hdt.6.4, cf. 5.92γ, τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς Hdt.5.72, cf. <i>IG</i> 9(2).1103.13 (Magnesia II a.C.), τηλικαύτην κρίσιν ἐγκεχειρικότος τῷ δήμῳ τοῦ βασιλέως Plu.<i>Phoc</i>.34, τούτῳ τὴν πόλιν Plb.1.11.4, en v. pas. τὰ ... ἱπποφόρβια ... Μήδοις ἐγκεχείρισται Plb.5.44.1, διὰ τῶν ἐνκεχιρισμένων αὐτῶι ἀρχήων ὑπὸ τῆς πατρίδος <i>Sardis</i> 8.54 (I a.C.), παραλαβὼν τὴν ἐ[γ] χειρισθεῖσαν ἑαυτ[ῷ πί] στιν ὑπὸ τοῦ δήμου aceptando la confianza depositada en él por el pueblo</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1028.72 (II/I a.C.), cf. <i>Milet</i> 1(3).154.21 (II a.C.), <i>IG</i> 12(9).235.4 (Eretria I a.C.), Luc.<i>Prom</i>.3, τῆς ἐγχειρισθείσης αὐτῷ χρείας <i>PFlor</i>.2.9 (III d.C.), cf. Vett.Val.344.2, <i>CPR</i> 17A.12.11, 13.11 (ambos IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> c. inf. [[facilitar]] τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ facilitará saber dónde está cada cosa al momento</i> X.<i>Oec</i>.8.10.<br /><b class="num">3</b> medic. [[tratar quirúrgicamente]], [[operar]] [[δεῖ]] τοὺς ἐπιγινομένους λίθους ἐν ταῖς γνάθοις ἐγχειρίζειν <i>Hippiatr</i>.18.4.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[tomar sobre sí]], [[asumir]] c. ac. de abstr. o inf. ἐγχειρίσασθαι αὐτούς (τοὺς κινδύνους) Th.5.108, ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχειρίσαντο D.C.29.6, ἄλλο τι ἄλλη τῶν ὑπηρετουσῶν ἐγκεχείρισται cada una se encarga de un cometido diferente</i> Luc.<i>Am</i>.39, cf. Hdn.1.12.3, διοικεῖν καὶ διέπειν τὰ τῆς ἀρχῆς ... ἐγκεχειρίσμεθα Hdn.8.7.5, cf. <i>PYoutie</i> 67.36 (III d.C.), <i>PBeatty Panop</i>.1.376 (III d.C.), Didym.<i>Gen</i>.90.18, <i>PWash.Univ</i>.7.6 (V/VI d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐγχειρίζω]])<br />[[δίνω]] στο [[χέρι]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]], [[παραδίνω]] («ἐνεχείρισε τὸ [[βρέφος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[εγχειρώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αποδέχομαι]] [[κάτι]] που μού προσφέρεται<br /><b>αρχ.</b><br />παραδίνομαι. | |||
}} | }} |