Anonymous

ἐκσχίζω: Difference between revisions

From LSJ
11
(6_3)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[χωρίζω]], παθ. ἐπὶ ποταμοῦ, σχίζομαι, χωρίζομαι εἰς δύο, ὁ τοῦ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη, παρέτρεψέ τε τοῦ φλογμοῦ τὸ μὲν [[ἔνθα]] τὸ δ’ [[ἔνθα]] Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 33.
|lstext='''ἐκσχίζω''': [[σχίζω]] εἰς δύο, [[χωρίζω]], παθ. ἐπὶ ποταμοῦ, σχίζομαι, χωρίζομαι εἰς δύο, ὁ τοῦ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη, παρέτρεψέ τε τοῦ φλογμοῦ τὸ μὲν [[ἔνθα]] τὸ δ’ [[ἔνθα]] Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκσχίζω]] (Α)<br />[[σχίζω]] στα δύο, [[χωρίζω]] («ὁ τοῡ πυρὸς ποταμὸς ἐξεσχίσθη», Αριστ.).
}}
}}