Anonymous

ἐναποσκηπτικός: Difference between revisions

From LSJ
11
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />medic. [[que sobreviene]], [[incidente]] de la fiebre op. [[ἀναξηραντικός]] Cass.<i>Pr</i>.15.
|dgtxt=-ή, -όν<br />medic. [[que sobreviene]], [[incidente]] de la fiebre op. [[ἀναξηραντικός]] Cass.<i>Pr</i>.15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναποσκηπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά.
}}
}}