Anonymous

ἐννευρόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ
12
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot. [[de tallo o tronco fibroso]] (φύλλα) Thphr.<i>HP</i> 6.1.4.
|dgtxt=-ον<br />bot. [[de tallo o tronco fibroso]] (φύλλα) Thphr.<i>HP</i> 6.1.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐννευρόκαυλος]], -ον (Α) [[νευρόκαυλος]]<br />(για φυτά) αυτός που έχει νευρώδη καυλό, δηλ. [[στέλεχος]], βλαστό, κορμό γεμάτο ίνες, [[νεύρα]].
}}
}}