Anonymous

ἐνσχερώ: Difference between revisions

From LSJ
12
(big3_15)
(12)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. [[en fila]] βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *<i>segh</i>, raíz de ἔχω.
|dgtxt=adv. [[en fila]] βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *<i>segh</i>, raíz de ἔχω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνσχερώ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[σειρά]], με [[τάξη]] («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ [[ἐνσχερώ]] ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη δοτ. <i>εν σχερῴ</i> του επιθ. [[σχερός]]. (Για το β' συνθετικό <b>βλ. λ.</b> [[επισχερώ]])].
}}
}}