Anonymous

ἐξαναφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_20)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.
|lstext='''ἐξαναφύομαι''': παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναφύομαι]] (Α)<br />[[αναφύομαι]], [[ξεφυτρώνω]] από τη γη.
}}
}}