Anonymous

ἐντρυλλίζω: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_9)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντρυλλίζω''': ἢ ἐντρῡλίζω, [[ψιθυρίζω]] εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ [[δούλη]] τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341.
|lstext='''ἐντρυλλίζω''': ἢ ἐντρῡλίζω, [[ψιθυρίζω]] εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ [[δούλη]] τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐντρυλλίζω]] και ἐντρυλίζω (Α)<br />[[φωνάζω]] ή [[ψιθυρίζω]] στο [[αφτί]] κάποιου.
}}
}}