3,277,206
edits
(6_15) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξελκυσμός''': ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς [[βάθος]], Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ. | |lstext='''ἐξελκυσμός''': ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς [[βάθος]], Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἐξελκυσμός]])<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η [[έξοδος]] του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώθηση [[προς]] τα έξω, [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> [[μετακίνηση]]. | |||
}} | }} |