Anonymous

ἐξελκυσμός: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_15)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξελκυσμός''': ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς [[βάθος]], Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.
|lstext='''ἐξελκυσμός''': ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς [[βάθος]], Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐξελκυσμός]])<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η [[έξοδος]] του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώθηση [[προς]] τα έξω, [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> [[μετακίνηση]].
}}
}}