Anonymous

ἐξῃρημένως: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_7)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῃρημένως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.
|lstext='''ἐξῃρημένως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.
}}
{{grml
|mltxt=ἐξηρημένως (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετικά, υπερβολικά<br /><b>2.</b> τελικά, τελευταία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. του <i>εξηρημένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[εξαιρούμαι]]].
}}
}}