Anonymous

ἐξηγητικός: Difference between revisions

From LSJ
12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à raconter <i>ou</i> à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l’interprétation des songes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξηγέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />propre à raconter <i>ou</i> à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l’interprétation des songes.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξηγέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξηγητικός]], -ή, -όν) [[εξηγητής]]<br />[[ερμηνευτικός]], [[διασαφητικός]] («εξηγητικά σχόλια»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διήγηση]].
}}
}}