Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαγωγικός: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_10)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαγωγικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπαγωγήν, [[τρόπος]] Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 196. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτὸς 2. 195. ΙΙ. (ἐν τοῦ Μέσ. τύπου) προσέλκων, [[ἑλκυστικός]], Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 18 (σ. 1006), πρβλ. [[ὑπαγωγικός]]. ― Ἐπιρρ. ἐπαγωγικῶς, δι’ ἐπαγωγῆς, Σέξτ. Ἐμπ. 102. 11.
|lstext='''ἐπαγωγικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπαγωγήν, [[τρόπος]] Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 196. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτὸς 2. 195. ΙΙ. (ἐν τοῦ Μέσ. τύπου) προσέλκων, [[ἑλκυστικός]], Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 18 (σ. 1006), πρβλ. [[ὑπαγωγικός]]. ― Ἐπιρρ. ἐπαγωγικῶς, δι’ ἐπαγωγῆς, Σέξτ. Ἐμπ. 102. 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγωγικός]], -ή, -όν) [[επαγωγή]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην [[επαγωγή]] ή γίνεται με [[επαγωγή]] (λογ., α. «επαγωγική [[μέθοδος]]» β. «[[επαγωγικός]] [[συλλογισμός]]» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική [[αντίσταση]]» β. «επαγωγικό [[κύκλωμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαγωγός]], [[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επαγωγικούς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο επαγωγικό.
}}
}}