Anonymous

ἐπαύλιον: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]].
|btext=ου (τό) :<br />petit bien de campagne.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἔπαυλις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαύλιον]], το (Α) [[έπαυλις]]<br /><b>1.</b> μικρή [[έπαυλη]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>τὰ ἐπαύλια</i> ή <i>ἡ [[ἐπαυλία]]<br />α) η επόμενη [[ημέρα]] του γάμου<br />β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη [[ημέρα]] του γάμου.
}}
}}