3,274,916
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> importé, amené du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> importé, amené du dehors;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπείσακτος]], -ον (Α) [[επεισάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ' έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]]<br />(«[[ἐπείσακτος]] σῑτος»<br />«εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον [[γένος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από [[μέσα]] μας («[[ἔρως]] [[ἐπείσακτος]] διὰ τῶν ὀμμάτων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που προέρχεται από πνευματικό δεσμό, από τη [[χάρη]] του θεού. | |||
}} | }} |