ἔπαφρος: Difference between revisions

13
(6_19)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαφρος''': -ον, ὑπ’ ἀφροῦ κεκαλυμμένος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄. 969, «ἔπαφρα· τὰ διάλευκα καὶ [[οἷον]] ἀφρώδη» Ἐρωτιαν. σ. 140· «τὰ τὸν ἀφρὸν [[ἄνωθεν]] ἐποχούμενον ἔχοντα» Γαλην.
|lstext='''ἔπαφρος''': -ον, ὑπ’ ἀφροῦ κεκαλυμμένος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄. 969, «ἔπαφρα· τὰ διάλευκα καὶ [[οἷον]] ἀφρώδη» Ἐρωτιαν. σ. 140· «τὰ τὸν ἀφρὸν [[ἄνωθεν]] ἐποχούμενον ἔχοντα» Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔπαφρος]], -ον (Α) [[αφρός]]<br />ο σκεπασμένος με αφρό, ο [[αφρώδης]].
}}
}}