Anonymous

ἐπετειόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_18)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπετειόκαρπος''': -ον, ὁ κατ’ [[ἔτος]] φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.
|lstext='''ἐπετειόκαρπος''': -ον, ὁ κατ’ [[ἔτος]] φέρων καρπόν, ὅσα δὴ ἐπετειόκαρπα καὶ ὅσα διετίζει Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπετειόκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που καρποφορεί [[κάθε]] χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επέτειος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}