Anonymous

ἐπαφρόδιτος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui inspire l’amour, aimable, charmant;<br /><b>2</b> <i>traduct. du lat.</i> Felix <i>surn. de Sylla</i> ; favori de la Fortune, <i>càd</i> de Vénus <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[Ἀφροδίτη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui inspire l’amour, aimable, charmant;<br /><b>2</b> <i>traduct. du lat.</i> Felix <i>surn. de Sylla</i> ; favori de la Fortune, <i>càd</i> de Vénus <i>au jeu de dés</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[Ἀφροδίτη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο [[ἐπαφρόδιτος]], -ον (Α) [[Αφροδίτη]]<br /><b>1.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ευνοήθηκε από την [[Αφροδίτη]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[χαριτωμένος]], [[κομψός]] («[[οὕτως]] ἡδὺν οὐδ' ἐπαφρόδιτον ἄνθρωπον ἑωρακώς εἴη», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (για [[ενέργεια]] ή [[κατάσταση]]) [[φιλάνθρωπος]], [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του Σύλλα [[κατά]] μετφρ. του Felix)<br />ευνοημένος από την [[Αφροδίτη]], [[ευτυχής]] («ἑαυτὸν Ἐπαφρόδιτον ἀνηγόρευε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπαφρόδιτον</i><br />η [[χάρη]], η [[ομορφιά]], η [[γοητεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπαφροδίτως</i><br />με [[χάρη]], με [[γλυκύτητα]], χαριτωμένα.
}}
}}