3,277,206
edits
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> séjour dans un pays;<br /><b>2</b> arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίδημος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> séjour dans un pays;<br /><b>2</b> arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίδημος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπιδημία]]) [[επιδημώ]]<br /><b>1.</b> παθολογική [[κατάσταση]], [[συνήθως]] [[λοιμώδης]], μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής<br /><b>2.</b> συχνή και εκτεταμένη [[εμφάνιση]] δυσάρεστων γεγονότων («[[επιδημία]] ληστειών»)<br /><b>3.</b> [[παραμονή]] στον [[τόπο]] κατοικίας («[[άδεια]] επιδημίας τών αρχαιολόγων»)<br /><b>4.</b> η [[έλευση]] και [[παρουσία]] του Χριστού [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άφιξη]] και [[παραμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)<br /><b>2.</b> [[δικαίωμα]], [[άδεια]] παραμονής σε έναν [[τόπο]]. | |||
}} | }} |