Anonymous

ἐπιδημία: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> séjour dans un pays;<br /><b>2</b> arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίδημος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> séjour dans un pays;<br /><b>2</b> arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίδημος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιδημία]]) [[επιδημώ]]<br /><b>1.</b> παθολογική [[κατάσταση]], [[συνήθως]] [[λοιμώδης]], μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής<br /><b>2.</b> συχνή και εκτεταμένη [[εμφάνιση]] δυσάρεστων γεγονότων («[[επιδημία]] ληστειών»)<br /><b>3.</b> [[παραμονή]] στον [[τόπο]] κατοικίας («[[άδεια]] επιδημίας τών αρχαιολόγων»)<br /><b>4.</b> η [[έλευση]] και [[παρουσία]] του Χριστού [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άφιξη]] και [[παραμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)<br /><b>2.</b> [[δικαίωμα]], [[άδεια]] παραμονής σε έναν [[τόπο]].
}}
}}