Anonymous

ἐπικουφισμός: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_14)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικουφισμός''': ὁ, [[ἀνακούφισις]], Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.
|lstext='''ἐπικουφισμός''': ὁ, [[ἀνακούφισις]], Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικουφισμός]], ὁ (Α) [[επικουφίζω]]<br /><b>1.</b> [[ελάφρυνση]], [[ανακούφιση]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[ανακούφιση]] από τη [[φτώχεια]] με υλική [[βοήθεια]].
}}
}}