Anonymous

ἐπίκωπος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfoncé jusqu’à la garde.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κώπη]].
|btext=ος, ον :<br />enfoncé jusqu’à la garde.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κώπη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐπίκωπος]], -ον) [[κώπη]]<br />ο [[κωπηλάτης]] που ρυθμίζει την [[κωπηλασία]], ο [[τελευταίος]] [[προς]] την [[πρύμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλάτης]]<br /><b>2.</b> (για [[σκάφος]]) ο εφοδιασμένος με [[κουπιά]]<br /><b>3.</b> (για [[ξίφος]] ή [[άλλο]] αιχμηρό [[αντικείμενο]]) αυτός που εκτείνεται ώς τη [[λαβή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίκωπος]]<br />γρήγορο [[πλοίο]].
}}
}}