Anonymous

ἐπιμήνιος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mensuel ; τὰ ἐπιμήνια sacrifices mensuels.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μήν]]².
|btext=ος, ον :<br />mensuel ; τὰ ἐπιμήνια sacrifices mensuels.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μήν]]².
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, [[κάθε]] [[μήνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπιμήνια</i><br />η [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει ένα [[αξίωμα]] για έναν [[μήνα]]<br /><b>2.</b> (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν [[μήνα]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἐπιμήνιοι</i><br />α) άρχοντες με μηνιαία [[θητεία]]<br />β) ιερείς που τελούν τα επιμήνια<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπιμήνια</i><br />α) θυσίες που γίνονται [[κάθε]] [[μήνα]], μηνιαίες προσφορές<br />β) προμήθειες για έναν [[μήνα]]<br />γ) προμήθειες<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμήνιον</i><br />μηνιαία [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μήνιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i> «[[μήνας]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εμ</i>-[[μήνιος]], <i>τετρα</i>-[[μήνιος]])].
}}
}}