Anonymous

ἐπινίκιος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, <i>etc.</i>) ; τὰ ἐπινίκια :<br /><b>1</b> chants de victoire;<br /><b>2</b> sacrifice <i>ou</i> fêtes en l’honneur d’une victoire;<br /><b>3</b> prix de la victoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νίκη]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la victoire, de victoire, triomphal (chant, cortège, fête, honneurs, <i>etc.</i>) ; τὰ ἐπινίκια :<br /><b>1</b> chants de victoire;<br /><b>2</b> sacrifice <i>ou</i> fêtes en l’honneur d’une victoire;<br /><b>3</b> prix de la victoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπινίκιος]], -ον) [[νίκη]]<br /><b>1.</b> αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η [[νίκη]] («[[επινίκιος]] ύμνος», «[[ἐπινίκιος]] [[πομπή]]», «επινίκιο [[άσμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπινίκιος]] Ὕμνος» — ο [[ὕμνος]] «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος [[Σαβαώθ]]...» στην αγία [[αναφορά]] της Θείας Ευχαριστίας τών Ανατολικών Εκκλησιών<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα επινίκια</i><br />ο [[πανηγυρικός]] [[εορτασμός]] της νίκης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπινίκιον</i><br />[[άσμα]] για να τιμηθεί η [[νίκη]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπινίκια</i><br />α) [[θυσία]] για τη [[νίκη]]<br />β) [[βραβεία]] για τη [[νίκη]].
}}
}}