3,276,318
edits
(6_11) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπινοητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ [[λάβραξ]]) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D. | |lstext='''ἐπινοητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπινοῇ, ἐπὶ ῥήτορος, Λογγῖν. 4· ἐπὶ ἰχθύων, λέγεται δὲ ὅτι καὶ συνέσει τῶν ἄλλων ἰχθύων διαφέρει (ὁ [[λάβραξ]]) ἐπινοητικὸς ὢν τοῦ διασῴζειν ἑαυτὸν Ἀθήν. 310F. - Ἐπίρρ. ἐπινοητικῶς, Ὠριγέν. ΙΙ. 100D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπινοητικός]], -ή, -όν) [[επινοώ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να επινοεί, ο [[εφευρετικός]], ο [[πολυμήχανος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[είδωλο]]) αυτός που σχηματίζεται στον νου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επινοητικά</i> (Α ἐπινοητικῶς)<br />κατ’ [[επινόηση]], εφευρετικά. | |||
}} | }} |