Anonymous

ἐπιξύω: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_14)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιξύω''': ξύω, ξύνω [[ἐπάνω]] εἴς τι, τυρὸν ἐπιξυσθέντα Πλάτ. Πολ. 405Ε, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 11. 2) [[ἐγγύθεν]] [[παρέρχομαι]], παραμείβομαι, ἅπτομαι, [[ἐπιψαύω]], ὁ δὲ ζώνῃ [[τότε]] Κηφεὺς γαῖαν ἐπιξύει Ἄρατ. 650.- [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστὴν Ἀριστοφ. ἐν Θεσμοφ. 389 «ἐπιχρίει, ἐπιξύει. σμῆξαι δέ ἐστι τὸ τὸν ρύπον ἐπιξῦσαι».
|lstext='''ἐπιξύω''': ξύω, ξύνω [[ἐπάνω]] εἴς τι, τυρὸν ἐπιξυσθέντα Πλάτ. Πολ. 405Ε, πρβλ. Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 11. 2) [[ἐγγύθεν]] [[παρέρχομαι]], παραμείβομαι, ἅπτομαι, [[ἐπιψαύω]], ὁ δὲ ζώνῃ [[τότε]] Κηφεὺς γαῖαν ἐπιξύει Ἄρατ. 650.- [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστὴν Ἀριστοφ. ἐν Θεσμοφ. 389 «ἐπιχρίει, ἐπιξύει. σμῆξαι δέ ἐστι τὸ τὸν ρύπον ἐπιξῦσαι».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιξύω]] (Α) [[ξύω]]<br /><b>1.</b> [[ξύνω]], [[τρίβω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τυρὸν ἐπιξυσθέντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για το [[κρανίο]]) [[ξύνω]] την [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[αγγίζω]], [[ψαύω]] με [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιξύομαι</i><br />[[χαράζω]], [[εγγλύφω]] («ἐπιξύομαι εἰκόνας λίθῳ»).
}}
}}