Anonymous

ἐπινεφής: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_7)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινεφής''': -ές, ([[νέφος]]) [[συννεφής]], κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, [[σκοτεινός]], ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ [[ὑέτιος]] ([[ἄνεμος]]) [[αὐτόθι]] 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς [[λίπος]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.
|lstext='''ἐπινεφής''': -ές, ([[νέφος]]) [[συννεφής]], κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, [[σκοτεινός]], ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ [[ὑέτιος]] ([[ἄνεμος]]) [[αὐτόθι]] 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς [[λίπος]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπινεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νέφος]].
}}
}}