Anonymous

ἐπικύπτω: Difference between revisions

From LSJ
13
(eksahir)
(13)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[inclinarse]]
|esgtx=[[inclinarse]]
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπικύπτω]]) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[πάνω]] από [[κάτι]] («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υποκύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στηρίζομαι, [[ακουμπώ]] [[κάπου]] («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐπικεκυφώς</i><br />[[σκυφτός]], [[καμπούρης]].
}}
}}