Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίπερκνος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />noirâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[περκνός]].
|btext=ος, ον :<br />noirâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[περκνός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπερκνος]], -ον και [[ἐπίπερκος]], -ον (Α) [[περκνός]]<br />[[μαυρειδερός]], μελανόχρωμος, [[κυρίως]] για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το [[χρώμα]] μερικών [[λαγών]] («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]<br />οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}