Anonymous

ἐπιπώλησις: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer en revue, revue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπωλέομαι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de passer en revue, revue.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπωλέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπώλησις]], ἡ (Α) [[επιπωλούμαι]]<br />[[επίσκεψη]], [[επιθεώρηση]] και [[ιδίως]] όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῡ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}