Anonymous

ἐπικόλλημα: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικόλλημα''': τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.
|lstext='''ἐπικόλλημα''': τό, τὸ ἐπικολλώμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 3, 3.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπικόλλημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύτιμο [[ξύλο]] που επικολλάται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] κοινού ξύλου, [[καπλαμάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτό που κολλιέται [[πάνω]] σε ένα [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλλημα]] (<span style="color: red;"><</span> [[κολλώ]])].
}}
}}