Anonymous

ἐπιστάτης: Difference between revisions

From LSJ
13
(T22)
(13)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπιστατου, ὁ ([[ἐφίστημι]]), [[any]] [[sort]] of a [[superintendent]] or [[overseer]] ([[often]] so in [[secular]] writings, and [[several]] times in the Sept., as a [[master]], used in [[this]] [[sense]] for רַבִּי by the disciples (cf. [[not]] from the [[fact]] [[that]] he [[was]] a [[teacher]], [[but]] [[because]] of his [[authority]] (Bretschneider); [[found]] [[only]] in Luke 17:13.
|txtha=ἐπιστατου, ὁ ([[ἐφίστημι]]), [[any]] [[sort]] of a [[superintendent]] or [[overseer]] ([[often]] so in [[secular]] writings, and [[several]] times in the Sept., as a [[master]], used in [[this]] [[sense]] for רַבִּי by the disciples (cf. [[not]] from the [[fact]] [[that]] he [[was]] a [[teacher]], [[but]] [[because]] of his [[authority]] (Bretschneider); [[found]] [[only]] in Luke 17:13.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. επιστάτρια και [[επιστάτισσα]]) (AM [[ἐπιστάτης]], ὁ<br />θηλ. [[ἐπιστάτις]])<br />αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[υπεύθυνος]] για την [[καθαριότητα]] κτηρίου ([[κυρίως]] σχολείου)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιστάτης]] κτήματος» — ο [[υπεύθυνος]] για την [[καλλιέργεια]] και όλες τις ανάγκες του κτήματος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προστάτης]]<br /><b>2.</b> [[κριτής]]<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ή στέκεται από [[πίσω]] για να ζητήσει [[κάτι]], ο [[επαίτης]]<br /><b>2.</b> αυτός που στη [[γραμμή]] της μάχης στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που στη [[σειρά]] έχει άρτιο αριθμό<br /><b>4.</b> αυτός που μετακινείται [[πάνω]] σε μεταφορικό [[μέσο]] (α. «ἁρμάτων ἐπιστάται», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐλεφάντων ἐπιστάται», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγός]] («ποιμνίων ἐπιστάταις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πρόεδρος]] τών αγώνων<br /><b>7.</b> [[επόπτης]] εκπαιδεύσεως<br /><b>8.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>9.</b> [[δαμαστής]]<br /><b>10.</b> [[πρόεδρος]] συνελεύσεως<br /><b>11.</b> [[πρόεδρος]] της βουλής και της εκκλησίας ([[μετά]] τον 4ο αιώνα)<br /><b>12.</b> [[επόπτης]] δημόσιων έργων<br /><b>13.</b> [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>14.</b> ο [[πεπειραμένος]], ο [[έμπειρος]]<br /><b>15.</b> [[χάλκινος]] [[τρίποδας]] όπου τοποθετούσαν τη [[χύτρα]] για να βράσουν [[κάτι]]<br /><b>16.</b> [[ξύλο]] όπου κρεμούσαν μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]] «[[στέκομαι]]»)].
}}
}}