3,258,334
edits
(6_21) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτευγμα''': τό, ([[ἐπιτεύχω]]), [[ἐξεύρημα]], [[τέχνασμα]] ἢ [[ἐπιτυχία]], Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73. | |lstext='''ἐπίτευγμα''': τό, ([[ἐπιτεύχω]]), [[ἐξεύρημα]], [[τέχνασμα]] ἢ [[ἐπιτυχία]], Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπίτευγμα]]) [[επιτυγχάνω]]<br />[[επιτυχία]], αίσια [[έκβαση]] («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[φυσικό]] [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[επιτυχής]] [[διάγνωση]]<br /><b>3.</b> [[δημιούργημα]], [[προϊόν]]. | |||
}} | }} |