Anonymous

ἐπίτευγμα: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_21)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτευγμα''': τό, ([[ἐπιτεύχω]]), [[ἐξεύρημα]], [[τέχνασμα]] ἢ [[ἐπιτυχία]], Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73.
|lstext='''ἐπίτευγμα''': τό, ([[ἐπιτεύχω]]), [[ἐξεύρημα]], [[τέχνασμα]] ἢ [[ἐπιτυχία]], Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐπίτευγμα]]) [[επιτυγχάνω]]<br />[[επιτυχία]], αίσια [[έκβαση]] («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[φυσικό]] [[πλεονέκτημα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[επιτυχής]] [[διάγνωση]]<br /><b>3.</b> [[δημιούργημα]], [[προϊόν]].
}}
}}