3,277,218
edits
(6_10) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτροπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς ἐπίτροπον, ἐπ. νόμοι, νόμοι περὶ ἐπιτροπείας, Πλάτ. Νόμ. 927Ε· ἐπ. [[λόγος]] Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 20. | |lstext='''ἐπιτροπικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς ἐπίτροπον, ἐπ. νόμοι, νόμοι περὶ ἐπιτροπείας, Πλάτ. Νόμ. 927Ε· ἐπ. [[λόγος]] Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιτροπικός]], -ή, -όν) [[επίτροπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιτροπική</i>, <i>τὸ ἐπιτροπικόν</i><br />α) η [[δικαιοδοσία]], η [[εξουσία]] του επιτρόπου, [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br />β) το [[έγγραφο]] με το οποίο διορίζεται [[κάποιος]] [[επίτροπος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην [[εξουσία]] του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτροπικώς</i><br />με [[επιτροπεία]], με [[εντολή]], με [[εξουσιοδότηση]], με επιτροπική [[εξουσία]]. | |||
}} | }} |