Anonymous

ἐπιχαρής: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />réjouissant, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
|btext=ής, ές :<br />réjouissant, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχαρής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[χαροποιός]] («τίς ὧδε [[τλησικάρδιος]] θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — [[ποιός]] απ’ τους θεούς [[είναι]] τόσο [[ασυγκίνητος]] ώστε αυτά να τον χαροποιούν; <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που χαίρεται για [[κάτι]] («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την [[πτώση]], την [[ήττα]] τών εχθρών μου, ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]] («[[πόρνη]] καλή καὶ [[ἐπιχαρής]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> <span style="color: red;"><</span> [[χάρος]], <i>το</i> ή θ. <i>χαρ</i>- (<i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>)].
}}
}}