Anonymous

ἐπονομάζω: Difference between revisions

From LSJ
14
(T22)
(14)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[present]] [[passive]] ἐπονομάζομαι); from [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for קָרָא; to [[put]] a [[name]] [[upon]], [[name]]; [[passive]] to be named: Romans 2:17; cf. Fritzsche at the [[passage]].
|txtha=([[present]] [[passive]] ἐπονομάζομαι); from [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for קָרָא; to [[put]] a [[name]] [[upon]], [[name]]; [[passive]] to be named: Romans 2:17; cf. Fritzsche at the [[passage]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπονομάζω]])<br />[[δίνω]] νέο, επί [[πλέον]] όνομα σε [[κάτι]] ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ [[χώρα]] ἀπὸ Ἰταλοῡ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... [[Ἰταλία]] ἐπωνομάσθη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ [[χωρίον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῑκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκφωνώ]] το όνομα κάποιου στο [[παιγνίδι]] του «κοττάβου».
}}
}}