Anonymous

ἐπισυνάπτω: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=joindre avec, adapter à ; <i>fig.</i> rattacher à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[συνάπτω]].
|btext=joindre avec, adapter à ; <i>fig.</i> rattacher à.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[συνάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισυνάπτω]]) [[συνάπτω]]<br />[[προσθέτω]], [[συνάπτω]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[προσαρτώ]] (και [[συνήθως]] [[κλείνω]] στον ίδιο [[φάκελο]]) [[έγγραφο]], [[επιταγή]], [[σημείωμα]], [[σχέδιο]] κ.λπ. σε [[επιστολή]], [[αίτηση]] ή διαβιβαστικό [[έγγραφο]]<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] [[πιστοποιητικό]], [[έγγραφο]] κ.λπ. συνημμένο σε [[αίτηση]], [[επιστολή]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], [[συγκρούομαι]]<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] [[αμέσως]], [[κατόπιν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμώ]] [[κάτι]] από [[κάτι]].
}}
}}