3,274,396
edits
(13) |
(13) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [[ριπτώ]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για σκυλιά) [[ακολουθώ]] τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ [[ἐπειδὰν]] λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῡσαι», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [[ριπτώ]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για σκυλιά) [[ακολουθώ]] τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ [[ἐπειδὰν]] λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῡσαι», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ [[φοινικίδα]] πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο («ψευδεῑς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, [[παίρνω]] κάποιον ως σύζυγο<br /><b>2.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[αναγκάζω]] («[[μηδὲ]] ὄρνιθας [[μηδὲ]] οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |