Anonymous

ἐπισυμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_13a)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.
|lstext='''ἐπισυμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]] [[μαζί]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]] [[κατόπιν]] ή επί [[πλέον]] [«ἐπισυμπίπτει οὐ [[μέτριον]] [[εὐτύχημα]] τοῑς ἤδη γεγονόσιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπίπτω]].
}}
}}