Anonymous

ἐπιχειροτονία: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειροτονέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειροτονέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχειροτονία]], ἡ (Α) [[επιχειροτονώ]]<br /><b>1.</b> [[ψηφοφορία]] με [[ανάταση]] της χειρός<br /><b>2.</b> [[επικύρωση]] της εξουσίας τών αρχόντων με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιχειροτονία]] τῶν νόμων» — [[επικύρωση]] υπαρχόντων νόμων.
}}
}}