Anonymous

ἑπτάπους: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_20)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑπτάπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων [[μῆκος]] ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.
|lstext='''ἑπτάπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων [[μῆκος]] ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑπτάπους]], -ουν (AM)<br /><b>1.</b> μήκους [[επτά]] ποδών<br /><b>2.</b> (για πολύποδα) αυτός που έχει [[επτά]] πόδια.
}}
}}