Anonymous

ἐργάθω: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. *εἰργάθω.
|btext=v. *εἰργάθω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐργάθω]] και ἐργαθῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]], [[αποκόπτω]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[είργω]] που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το [[γεγονός]] αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. <i>εέργαθεν</i> καί <i>ειργαθείν</i> ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του [[είργω]]].
}}
}}