Anonymous

ἐπωφελής: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπωφελής''': -ές, βοηθῶν, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος [[ἐφιάλτης]]».
|lstext='''ἐπωφελής''': -ές, βοηθῶν, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος [[ἐφιάλτης]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπωφελής]], -ές)<br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οφέλλω]] «[[επαυξάνω]], [[ωφελώ]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]]). Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}