Anonymous

ἐρετμόν: Difference between revisions

From LSJ
14
(SL_1)
(14)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐρετμόν]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[oar]] “[[ἁνία]] τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18)
|sltr=[[ἐρετμόν]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[oar]] “[[ἁνία]] τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρετμόν]], τὸ (AM)<br /><b>1.</b> το [[κουπί]] («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ [[ἐρετμόν]]» — και να ορθώσεις [[πάνω]] στο [[μνήμα]] [[κουπί]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το αντρικό [[μόριο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το [[φτερό]] πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερε</i>- του τ. [[ερέτης]], με διαφορετικό [[επίθημα]]. Η λ. μαρτυρείται από τον Όμηρο και τους ποιητές, ενώ στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται συνηθέστερα η λ. [[κώπη]]. Από τον τ. [[ερετμόν]] προέρχεται το μετονοματικό [[ερετμώ]] [[καθώς]] και το κύριο όνομα <i>Ερετμεύς</i> που απαντά στον Όμηρο, ο [[ίδιος]] δε ο τ. [[ερετμόν]] εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] ως β’ συνθετικό: [[δολιχήρετμος]], <i>εξήρετμος</i>, [[επήρετμος]], [[ευήρετμος]], [[ισήρετμος]], [[λευκήρετμος]], [[φιλήρετμος]].
}}
}}