Anonymous

ἐρίδουπος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ἐρίγδουπος]].
|auten=see [[ἐρίγδουπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίδουπος]], -ον (Α)<br />(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ [[δυνατά]], [[θορυβώδης]], [[ερίγδουπος]] («ποταμῶν ἐριδούπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ερίγδουπος]]].
}}
}}